ονειρεμένος
Смотреть что такое "ονειρεμένος" в других словарях:
ονειρεμένος — η, ο [ονειρεύομαι] 1. αυτός που μοιάζει με όνειρο 2. αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο 3. μτφ. μαγευτικός, ωραιότατος, έξοχος, εξαίσιος («καὶ καρτερούν τα μάγια, που πάνε... τους ανθρώπους σ ονειρεμένους τόπους», Παλαμ.). επίρρ... ονειρεμένα με… … Dictionary of Greek
ονειρεύομαι — ονειρεύομαι, ονειρεύτηκα, ονειρεμένος βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: ονειρεύομαι : η μτχ. ονειρεμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο → τόσο ωραίος, ώστε να μοιάζει με όνειρο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής